ὀνοκτηνοτρόφος

ὀνοκτηνοτρόφος
ὀνο-κτηνοτρόφος, ,
A one who keeps donkeys, PTeb.564 (i A. D.), PLond.3.1165.6 (ii A. D.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ονοκτηνοτρόφος — ὀνοκρηνοτρόφος, ὁ (Α) αυτός που εκτρέφει όνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κτηνοτρόφος] …   Dictionary of Greek

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”